top of page
  • NewCy

Μας θεωρούσαν ξένους...

Έγινε ενημέρωση: 15 Απρ 2022

Αιμιλία Ιακωβίδου



pixabay.com

Αυτή η συνέντευξη πάρθηκε από μια Ελληνίδα του Πόντου που μας εξιστορεί τα βιώματα της, αλλά, και τις δυσκολίες που πέρασε προκειμένου να φροντίσει την οικογένεια της, να αναθρέψει τα παιδιά της, και να μπορέσει να επιβιώσει. Μας μίλησε επίσης για τον τρόπο με τον οποίο την αντιμετώπισαν στα μέρη που αναγκάστηκε να μεταναστεύσει.


Η συνεντευξιαζόμενη μας παρακάλεσε να μην δημοσιευτεί η ταυτότητα της.


Γεννήθηκε στην Τσάλκα, μια πόλη που βρίσκεται στην Νότια Γεωργία. ‘’Αυτή η πόλη ουσιαστικά ιδρύθηκε από εμάς τους Έλληνες που αναγκαστήκαμε να μεταναστεύσουμε εκεί στις αρχές του 19ου αιώνα’’ και πως έγινε αυτό; μας το εξηγεί στην συνέχεια. Μας αναφέρει πως οι προ παππούδες της είχαν μεγάλη οικονομική άνεση, είχαν πολλά χωράφια στην Τραπεζούντα όπου και ήταν το σπίτι και η πατρίδα τους. Όμως, όταν ακούστηκαν οι πρώτοι ψίθυροι πως θα ξεσπάσει πόλεμος και πως οι Τούρκοι θα ξεσηκωθούν ενάντια στους Έλληνες του Πόντου, πολλοί Πόντιοι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τα πάτρια εδάφη τους και αναγκάστηκαν να γίνουν πρόσφυγες. Έτσι σκορπίστηκαν στην Ευρώπη. Ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων μετανάστευσε στα βόρεια, από τα σύνορα του Καζακστάν κάποιοι πήγαν να κατοικήσουν στην Ρωσία επειδή είχαν συγγενείς εκεί, ενώ κάποιοι άλλοι προτίμησαν την Γεωργία και συγκεκριμένα την Τσάλκα. Όταν έφτασαν στην Πόλη το μόνο που υπήρχε εκεί, ήταν μια μικρή εκκλησία. Στην συνέχεια οι Πόντιοι αγόρασαν τα χωράφια αυτής της περιοχής και μπόρεσαν να δημιουργήσουν οικισμούς και χωριά.

«Εγώ κατάγομαι από το χωριό Τεκιλισέ, αλλά υπάρχουν πάρα πολλά άλλα χωριά, το δικό μου ονομάστηκε έτσι επειδή στις αρχές πριν αναπτυχθεί το χωριό υπήρχε μόνο ένας Ιερός Ναός, ‘’Της Μεταμορφώσεως’’. Το λέει και η ίδια η λέξη, «τεκ ιλισέ» δηλαδή «μόνο-εκκλησία». Οι γλώσσες που μιλούσαμε όλοι όσοι κατοικούσαμε στην Γεωργία ήταν Ρωσικά που μαθαίναμε από το σχολείο αφού εκείνη την εποχή η Γεωργία ανήκε ακόμη στην ΕΣΣΔ (Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών), επίσης μαθαίναμε Γεωργιανά στο σχολείο για ευνόητους λόγους, αλλά οι γλώσσες που μιλούσαμε στο σπίτι και μεταξύ μας ήταν τα Ρώσικα και τα Τούρκικα. Όσοι μας άκουγαν να μιλάμε Τούρκικα νόμιζαν πως ήμαστε Τούρκοι και όμως δεν ίσχυε και δεν ισχύει για κανένα λόγο κάτι τέτοιο».

Οι Έλληνες ή καλύτερα οι Ουρούμ δηλαδή οι Ρωμιοί ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε πριν από πολλά χρόνια προς τους Χριστιανικούς λαούς της Ρωμαϊκής και Βυζαντινής Αυτοκρατορίες. Οι Ουρούμ ήταν μια τουρκόφωνη ομάδα ατόμων ελληνικής καταγωγής, υιοθετούσαν την γλώσσα είτε οικειοθελώς είτε με τη βία. Για αυτό αυτή η γλώσσα πέρασε από γενιά σε γενιά αλλά δεν είναι αυτούσια η Τουρκική γλώσσα έχει πολλές παρόμοιες λέξεις αλλά με τα χρόνια οι Πόντιοι έχουν κάνει μια μικρή μίξη και την έχουν βαφτίσει ως «δικιά τους γλώσσα».

Πως ήταν η ζωή στο χωριό σας λείπει καθόλου;

«Αν μου λείπει λέει; Πάρα πολύ! Εκείνη την εποχή και δε στο χωριό η ζωή ήταν πολύ ξέγνοιαστη, εκτιμούσες αυτά που είχες γύρω σου ,ήσουν κοντά στην φύση και έβρισκες την ευτυχία σε απλά πράγματα. Εκεί είχα το σπίτι μου που είχα χτίσει εγώ και ο σύζυγος μου με πολύ κόπο και μεράκι, δίπλα στο σπίτι ήταν και η μικρή στάνη που είχα τα γουρουνάκια μου, τις κατσίκες μου και τις κότες μου. Το πρωί τάιζα τα ζωάκια μου και μετά πήγαινα στο χωράφι για να μαζέψω καρότα και πατάτες, μετά να γυρίσω το μεσημέρι για να μαγειρέψω φαγητό για τα παιδιά,που θα επέστρεφαν από το σχολείο». Ύστερα από τις όμορφες περιγραφές η συνεντευξιαζόμενη μας αναφέρει πως όσο μεγάλωναν τα 4 παιδιά της υπήρχε η ανάγκη για περισσότερα χρήματα, μέχρι τα πρώτα χρόνια των παιδιών μας λέει πως τα χρήματα από το σπίτι τα έφερνε μόνο ο σύζυγος της που μαζί με άλλους άντρες από το χωριό πήγαιναν για 5-6 μήνες να εργαστούν ή στη πρωτεύουσα της Γεωργίας την Τιφλίδα ή ακόμα και σε κάποια πόλη της Ρωσίας. Οπότε, έπρεπε να κάνουν αυτό που έκαναν οι προγονοί τους, να μεταναστεύσουν σε μια άλλη χώρα για οικονομικούς λόγους. Αυτός ο προορισμός ήταν η Ελλάδα.

Μια νέα αρχή

Έτσι, στα μέσα της δεκαετίας του 90’ εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Κρήτη. Σε αυτό το σημείο η συνεντευξιαζόμενη μας ανοίγει την καρδιά της και μας μιλά για τις κακουχίες και τις δυσκολίες που πέρασε εκεί: «Έκανα ότι δουλειά υπήρχε για μπορέσω να βγάλω το ψωμί μου και να εξασφαλίσω στα παιδιά μου έστω τα βασικά. Στις αρχές, όταν φτάσαμε στην Κρήτη, μέναμε 3 οικογένειες σε ένα σπίτι για να μπορέσουμε να μαζέψουμε κάποια χρήματα και να πάμε σε κάποιο δικό μας χώρο. Μάζευα ελιές, καθάριζα ένα νοσοκομείο, δούλεψα ως βοηθός μάγειρα σε μια ταβέρνα, ως οικιακή βοηθός και άλλα πολλά. Οι πολλές ώρες εργασίας δεν μου επέτρεπαν να βλέπω τα παιδιά μου όσο θα ήθελα, δεν ήξερα αν έφτασαν με ασφάλεια στο σχολείο, αν έφαγαν, αν είχαν πάθει κάτι κακό αλλά η σκέψη μου ήταν πάντα μαζί τους.»

Πως ήταν η αντιμετώπιση των κατοίκων απέναντί σας;

«Κοιτάξτε υπήρχαν και οι 2 πλευρές η μία στην οποία μας περιφρονούσαν και μας έβριζαν επειδή μας θεωρούσαν ξένους, επειδή δεν ξέραμε και την γλώσσα που αυτό το έκανε ακόμα πιο δύσκολο, αλλά από την άλλη πλευρά υπήρχε και ο κόσμος που μας υποδέχτηκε πολύ θερμά, μας σεβόταν και μας βοηθούσε δίνοντας μας ρούχα και τρόφιμα. Δυστυχώς, τον μεγαλύτερο βαθμό ρατσισμού τον έχουν υποστεί τα παιδιά μου. Ξέρετε τώρα τα παιδιά σε αυτές τις ηλικίες μπορούν να γίνουν πολύ σκληρά και επιθετικά μόλις δουν κάποιον διαφορετικό από αυτά, αλλά βέβαια κατά της άποψή μου μεγάλο ρόλο παίζει κι η ανατροφή που έχει δοθεί από το κάθε σπίτι.»

Και πως τελικά καταλήξατε στην Κύπρο;

«Ο λόγος που αποφασίσουμε να φύγουμε από την όμορφη Κρήτη ήταν πρώτον επειδή η δεύτερη μου κόρη είχε παντρευτεί και είχε εγκατασταθεί μόνιμα στην Κύπρο και ήθελα να είμαι κοντά της και ο δεύτερος λόγος ήταν επειδή τότε είχαν αρχίσει να πέφτουν οι δουλειές στα Χανιά όπου μέναμε οπότε είπαμε να έρθουμε για λίγο καιρό στην Κύπρο και μείναμε για τα καλά!»

Αν είχατε την δυνατότητα να αλλάξετε κάτι στην ζωή σας θα το κάνατε;

«Με μεγάλη ειλικρίνεια, όχι. Όλα αυτά που πέρασα με έκαναν τον άνθρωπο που είμαι σήμερα, δεν θα άλλαζα με τίποτα τις εμπειρίες που έζησα και όλα όσα μου έμαθαν οι δυσκολίες που πέρασα. Ο μόνος μου καημός είναι πως δεν μπόρεσα να επισκεφτώ ξανά την πατρίδα μου τον Πόντο, ο οποίος δεν υπάρχει πια»

27 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων
bottom of page